- ράμφισμα
- το , ράμφισμός ο клевание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράμφισμα — το, Ν 1. το χτύπημα, το τσίμπημα από ράμφος πτηνού 2. η οπή από χτύπημα ράμφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραμφίζω. Η λ., στον πληθ. ραμφίσματα, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ράμφισμα — το, ατος και ραμφισμός, ο το τσίμπημα με τη μύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… … Dictionary of Greek
ραμφισμός — ο, Ν [ραμφίζω] το χτύπημα με ράμφος, το ράμφίσμα … Dictionary of Greek
τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)